παλαιοβιβλιοπώλης

παλαιοβιβλιοπώλης
ο букинист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παλαιοβιβλιοπώλης" в других словарях:

  • παλαιοβιβλιοπώλης — ο, θηλ. ισσα βιβλιοπώλης που εμπορεύεται παλαιά, ιδίως μεταχειρισμένα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + βιβλιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σ. Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοβιβλιοπώλης — ο αυτός που πουλά παλιά βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοβιβλιοπωλείο — το [παλαιοβιβλιοπώλης] εμπορικό κατάστημα πώλησης παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων βιβλίων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»